- κέεται
- κέωto lie downpres ind mp 3rd sg (epic ionic)κεῖμαιAër.pres ind mp 3rd pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθαπερ — ἔνθαπερ (Α) επίρρ. 1. (επιτ. τού ένθα) εκεί, όπου ακριβώς («κέεται δέ ὁ θρόνος οὑτος ἔνθαπερ oἱ τοῡ Γύγεω κρητῆρες», Ηρόδ.) 2. προς εκείνο το μέρος όπου («χώρει δ ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek